- συμπάρειμι
- (I)Α1. παρευρίσκομαι μαζί με άλλους («πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῑν ἄνδρες», ΚΔ)2. (για καταστάσεις ή αισθήματα) εμφανίζομαι συγχρόνως3. έρχομαι για να βοηθήσω («τῶν Ἀθηναίων ξυμπαρῆσάν τινες αὐτοῑς», Ξεν.)4. αστρον. (για πλανήτη) κατέχω θέση μαζί με κάποιον άλλον5. παρίσταμαι ως συνήγορος6. ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πάρειμι (ΙΙ) «παρευρίσκομαι»].————————(II)Απορεύομαι συγχρόνως κοντά σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πάρειμι (Ι) «παρέρχομαι, περνώ από κοντά»].
Dictionary of Greek. 2013.